- δυσικός
- -ή, -ό (AM δυσικός, -ή, -όν)1. δυτικός, προς τη δύση2. αυτός που προέρχεται από τη δύσημσν.εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικά — δυσικός neut nom/voc/acc pl δυσικά̱ , δυσικός fem nom/voc/acc dual δυσικά̱ , δυσικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικῶν — δυσικός fem gen pl δυσικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικοῖς — δυσικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικοί — δυσικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικοῦ — δυσικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικούς — δυσικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσική — δυσικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικάς — δυσικά̱ς , δυσικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)